- ἀπράκτῳ
- ἀπρά̱κτῳ , ἄπρακτοςunavailingmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απρακτώ — (AM ἀπρακτῶ, έω) 1. μένω αργός, αδρανώ 2. (για νόμο ή ιεροπραξία) δεν έχω ισχύ αρχ. μσν. 1. δεν φέρνω αποτέλεσμα 2. είμαι ακατάλληλος, ανεπιτήδειος … Dictionary of Greek
ἀπρακτῶ — ἀπρακτέω do nothing pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀπρακτέω do nothing pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδρανώ — (Α ἀδρανῶ, έω) [ἀδρανής] είμαι αδρανής, νωθρός, απρακτώ αρχ. είμαι ασθενικός, αδύναμος … Dictionary of Greek
γεροντεύω — (Α γεροντεύω) [γέρων ( οντος)] νεοελλ. απρακτώ κοντά σε γέροντα (ιερωμένο) αρχ. είμαι γέρων, γερουσιαστής … Dictionary of Greek
διακλέπτω — (Α) 1. κλέβω κατά διάφορα χρονικά διαστήματα, κλέβω κάθε τόσο 2. συγκαλύπτω 3. αποτρέπω κάποιο κακό 4. (για διάστημα χρόνου) αδρανώ, απρακτώ 5. ( ομαι) (για στρατιώτες) διασκορπίζομαι, λιποτακτώ … Dictionary of Greek
κατασχολάζω — (AM) μσν. θέτω τέρμα σε κάτι αρχ. 1. περνώ τον καιρό μου σε αργία, σε απραξία, μένω αργός, βραδύνω, αργοπορώ, απρακτώ 2. διαμένω, περνώ τον καιρό μου κάπου 3. περνώ τον καιρό μου κακολογώντας κάποιον («κατεσχόλαζε τής Γναθαινίου λέγων», αντί:… … Dictionary of Greek
κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… … Dictionary of Greek
κωλοβαρώ — και άω μένω αδρανής, απρακτώ, δεν κάνω απολύτως τίποτε («αντί να κάνει καμιά δουλειά κάθεται και κωλοβαράει») … Dictionary of Greek
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek
λιμνάζω — (AM λιμνάζω) [λίμνη] 1. (για θάλασσα ή ποταμό) αφήνω στάσιμα ύδατα, τελματώνομαι 2. (για νερό) είμαι στάσιμος, αποτελώ λίμνη ή τέλμα νεοελλ. 1. μτφ. αδρανώ, απρακτώ, ακινητώ 2. φρ. «λιμνάζον ύδωρ» λέγεται για αδρανή άνθρωπο αρχ. 1. (για το αίμα)… … Dictionary of Greek